-
1 φως
(γεν. φωτός, πλ. φωτά) τό1) свет, освещение, огонь;φυσικό (διάχυτο) φως — естественный (рассеянный) свет;
τεχνητό φως — искусственное освещение;
ηλεκτρικό φως — электрический свет, электрическое освещение;
η δέσμη (ακτίνων) φωτός физ. световой поток; пучок лучей;ανάβω (σβήνω) το φως — зажигать (гасить) свет;
στο δωμάτιο έχει φως — в комнате светло;
στο т της σελήνης при свете луны;με το φως της λάμπας — при свете лампы;
κοιτάζω κάτι στο φως — рассматривать что-л, на свет;
2) (πλ. φώτα) огни;συνθηματικά (или διακριτικά) φώτα сигнальные огни; τα φώτα της πόλης огни города; 3) зрение;χάνω το φως μου — терять зрение;
4) свет, сийние;5) πλ. знания; мудрость; просвещение, духовная культура; η Μόσχα είναι η πόλη των φώτων Москва — город высокой духовной культуры; επικαλού- μαι τα φώτα σας я обращаюсь к вашим знаниям, к вашему опыту; 6) перен. светик (обращение);φως μου! — светик мой!;
7) жив. освещение;§ φως φανάρι — или φως φανερό — яснее ясного, явно, очевидно; — шито белыми нитками;
βλέπω το φως της ημέρας — жить на свете, существовать;
βλέπω το φως της δημοσιότητας — увидеть свет, быть опубликованным;
φέρω εις φως ( — или φέρνω σε φως) — выставлять наружу, обнаруживать; — разоблачать;
έρχομαι εις φως уст. — выйти на свет, наружу, обнаружиться;
(ορκίζομαι) στο φως μου! — чтоб мне ослепнуть!;
χύνω φως πάνω σε κάτι — проливать свет на что-л.;
του άλλαξε τα φωτά он ему так врезал, что у него искры из глаз посыпались -
2 πληρωσις
- εως ἥ1) наполнение, заполнение(π. καὴ κένωσις Plat.)
2) восполнение, дополнениеμῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος Her. — в течение семи месяцев, не хватавших до полных восьми лет
3) (у)комплектование(δικαστηρίων Plat.)
4) насыщение, удовлетворение, утоление(τῆς ἐνδείας Plat.; θυμοῦ Plut.)
ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς πλήρωσιν Plat. — предаваться наслаждениям;ἐν πληρώσει Arst. — в состоянии полной удовлетворенности5) изобилие(τῶν σιτίων Arst.)
-
3 επιπροσθεω
1) находиться впереди (чего-л.), закрывать, застилать, заслонять(τοῖς τῆς πόλεως πύργοις Polyb.)
τὸ ἐπιπροσθοῦν Plut. — то, что стоит перед глазами, помеха зрению;τὸ μέσον ἐπιπροσθεῖ τοῖς πέρασιν Arst. — середина (прямой линии) закрывает оба (ее) конца2) затмевать(ἐπιπροσθεῖται ὅ ἥλιος ὑπὸ τῆς σελήνης Plut.)
ὅ τῦφος ἐπιπροσθεῖ Plut. — гордыня туманит (сознание), ослепляет -
4 παθημα
1) страдательное состояние(τῆς ψυχῆς Xen.)
τὰ περὴ τὸ σῶμα παθήματα Plat. — телесные состояния2) страсть, влечение(τοῖς παθήμασιν ὑπηρετεῖν Arst.)
3) страдание, недуг, боль(παθήματά τε καὴ νοσήματα Plat.)
τὸ π. τοῦ θανάτου NT. = θάνατος4) несчастье, бедствие, горе(παθήματα πάσχειν Soph.; τὰ δέ μοι παθήματα μαθήματα γέγονε Her.)
5) событие, происшествие(τὰ ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ παθήματα Plat.)
6) изменение, смена(τὰ τῆς σελήνης παθήματα Arst.)
7) филос. (преходящее) свойство, признак Arst. -
5 περιφορα
ἥ1) перемена (блюд), подача кушаний2) вращение(τῆς σελήνης Arph.)
3) небесный свод(ἥ π. κινουμένη Plat.)
4) pl. общение, обращение, тж. общественные отношения5) кольцевой ярус, этаж Diod. -
6 απολειψις
- εως ἥ1) оставление, уход(τοῦ στρατοπέδου Thuc.)
2) расторжение брака, развод(ἀπὁλειψιν ἀπογράφεσθαι Dem. или γράφειν Plut.)
3) побег из армии, дезертирство Xen., Dem.4) убывание(τοῦ ποταμοῦ, τῆς σελήνης Arst.)
5) кончина, смерть(θνητῶν γένεσις καὴ ἀ. Emped.)
-
7 απυρωτος
21) не бывший на огне, т.е. не бывший в употреблении(φιάλη Hom.)
2) неосвещенный, темный(τὸ τῆς σελήνης μέρος Plut.)
-
8 αφανισμος
ὅ1) уничтожение, истребление(ἀπώλεια καὴ ἀ. Polyb.; τῶν πόλεων αὐτάνδρων Diod.)
2) похищение (sc. τοῦ νεανίσκου Luc.)3) убыль, ущерб(οἱ ἀφανισμοὴ τῆς σελήνης Plut.)
-
9 δισκοειδης
-
10 δισκος
ὅ1) метательный круг, диск Hom., Pind. etc.2) круг, диск (sc. τῆς σελήνης Plut.)3) блюдо(δ. λιμοφορεύς Anth.)
4) зеркало(νεότητος ἑταῖρος δ. Anth.)
-
11 δυω
I(fut. δύσω с ῡ, pf. δέδυκα) тж. med.1) погружаться, опускаться(θαλάσσης κόλπον Hom. и ἐς θάλατταν Her.; γαῖαν Hom. и κατὰ γῆς Plat.; ἐς и ὑπὸ πόντον Hom.; αἰθέρα Soph.; χάσμα χθονός Eur.; πλοῖα δέδυκε Arst.)
δ. δόμον Ἄϊδος εἴσω и εἰς Ἀΐδαο Hom. — сойти к Аиду, т.е. умереть2) входить, вступать(πόλιν Hom.; ἐς δόμους Eur.)
βέλος εἰς ἐγκέφαλον δῦ Hom. — стрела проникла в мозг;κάματος γυῖα δέδυκε Hom. — усталость охватила члены;δύμεναι μάχην Hom. — вступить в бой;κἀμὲ ἔδυ φόβος Eur. и — меня охватил страх3) ( о небесных светилах) заходить(ἠέλιος ἔδυ и δύσετο Hom.; ἄστρα δύεται Arst.)
πρὸ δύντος ἡλίου Her. — перед заходом солнца;δυομένῳ ἡλίῳ Xen. — с заходом солнца;δυομένης (τῆς σελήνης) Plut. — когда луна зашла;βίου δύντος Aesch. — на склоне жизни4) досл. опускаться на дно, перен. погибать(νῆσος ὑπὸ σεισμῶν δῦσα Plat.; οὐκ ἔδυ πρόπας δόμος Aesch.)
5) прятаться(εἴς τινα, παῖς ὣς ὑπὸ μητέρα Hom.)
6) надевать (на себя)(χιτῶνα, τεύχεα, med. ἔντεα χροΐ и τεύχεα περὴ χροΐ Hom.)
ἐν τεύχεσι δύεσθαι Hom. — надеть на себя доспехи;δύεσθαι ἀλκήν Hom. — вооружиться мужеством, набраться храбрости;ἀνάγκας ἔδυ λέπαδνον Aesch. — он подчинился ярму неизбежностиIIaor. 2 conjct. к δύω См. δυω Iэп.-поэт. = δύο См. δυο -
12 κυρτοτης
-
13 μεταφορα
ἥ1) перемещение, вращение(τῆς σελήνης Plut.)
2) употребление слова в переносном значении, метафора(μ. ἐστιν ὀνόματος ἀλλοτρίου ἐπιφορά Arst.)
-
14 ογμος
ὅ [ἄγω]1) (проведенная плугом) борозда(πίονες ὄγμοι HH.)
στρέφειν ὄγμους Hom. — поворачивать борозду2) скошенная полоса, прокос(δράγματα μετ΄ ὄγμον πίπτον Hom.)
3) путь, орбита (sc. τῆς σελήνης HH.) -
15 σχηματισμος
ὅ1) очертания, форма(τῆς σελήνης Arst.)
2) убранство(αὐλῆς Plut.)
3) положение, осанка(τοῦ σώματος Plat.)
4) выражение, мимика(τοῦ προσώπου Plut.)
5) жестикуляция(τῶν χειρῶν Plut.)
6) пышность, великолепие(ὅ ὄγκος καὴ σ. Plut.)
7) важничание, чванство(πρὸς τὸν ὄχλον Plut.)
σ. καὴ φρόνημα κενόν Plat. — высокомерие и пустая самонадеянность -
16 φεγγος
- εος τό1) свет, блеск, сияние(ἡλίου, ἡμέρας Aesch.; sc. τῆς σελήνης Xen.; ὀμμάτων Eur.; τῶν ἄστρων Arst.)
τυφλὸν φ. Eur. — потускневший свет (очей), слепота;δεκάτῳ φέγγει ἔτους Aesch. — на десятом году2) пламя, огонь(λαμπάδων Aesch.)
φέγγη Plut. — (сторожевые) огни3) факел(φ. φέρειν Arph.)
4) досл. дневной свет, перен. жизньἰδεῖν φ. Pind. — появиться на свет, родиться;
λιπεῖν φ. Eur. — покинуть свет, умереть;φ. οὐκέτ΄ ἐστί μοι Soph. — жизнь моя угасла5) день(μοιρίδιον φ. Eur.)
6) блеск, краса, слава(Αἰακιδᾶν Pind.; πάτρης Anth.)
7) радость, наслаждениеτί γὰρ τούτου φ. ἥδιον ; Aesch. — что может быть больше этого счастья?
-
17 φθισις
1) исчезновение, гибель(καρποῦ Pind.)
2) убывание, убыль(αὔξησις καὴ φ. Plat.)
ἥ φ. τῆς σελήνης Arst. — ущерб луны3) чахотка Her., Arst., Plut. -
18 απόχυμα
τό1) метание икры; 2) извержение семени;§ απόχυμα της Σελήνης — новолуние
-
19 μερικός
η, ό[ν]1) частичный;μερική έκλειψη της σελήνης — частичное затмение луны;
μερική επιτυχία — частичный успех;
μερική επιστράτευση ( — или κινητοποίηση) — частичная мобилизация;
μερική εφαρμογή τού νόμου — частичное применение закона;
2.) частный, особый, отдельный;μερική περίπτωση — частный случай;
3) πλ. некоторые; немногие, несколько;μου χρειάζονται μερικά βιβλία ο) — мне нужны некоторые книги; — б) мне нужно иметь несколько книг;
έχω μερικά χρήματα — у меня есть немного денег;
μερικες φορές — а) иногда; — б) несколько раз;
μερικοί άνθρωποι — а) несколько человек; — б) некоторые люди;
§ μερικοί μερικοί — некоторые, кое-кто (при намёке)
-
20 ολικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
ημισέληνος — Το ημικυκλικό σχήμα της Σελήνης που εμφανίζεται στο πρώτο ή στο τελευταίο της τέταρτο (αλλιώς, μισοφέγγαρο). Οι Σουμέριοι και οι Ακάδιοι λάτρευαν τη Σελήνη με την ονομασία Σιν, παριστάνοντάς την άλλοτε με τα χαρακτηριστικά γενειοφόρου άνδρα και… … Dictionary of Greek
λίκνιση — (Αστρον.). Μικρή ταλάντωση του ορατού ημισφαιρίου της Σελήνης σε σχέση με το κέντρο της Γης. Η λ. της Σελήνης ανακαλύφθηκε από τον Γαλιλαίο και διακρίνονται έξι τύποι της: α) λ. κατά πλάτος, που οφείλεται στο γεγονός ότι ο ισημερινός της Σελήνης… … Dictionary of Greek
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… … Dictionary of Greek
σεληνιακός — ή, ό / σεληνιακός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σελήνη («σεληνιακό φως») νεοελλ. αρχ. (φρ) «σεληνιακός μήνας [ή μήν]» το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μία πλήρη περιστροφή τής Σελήνης γύρω από την Γη νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… … Dictionary of Greek